δουλοπάροικος

δουλοπάροικος
-ο
καλλιεργητής υποτελής τού φεουδάρχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση ξεν. όρου (πρβλ. γαλλ. «serf de la glebe»). Η λ. μαρτυρείται από το 1819 στον Αδ. Κοραή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • δουλοπάροικος — ο γεωργός κατά το μεσαίωνα που καλλιεργούσε τα κτήματα του φεουδάρχη, τα οποία δεν μπορούσε να εγκαταλείψει, και πλήρωνε φόρο σ’ αυτόν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • είλωτας — και είλως ( ωτος), ο (Α Εἵλως και Εἱλώτης) δουλοπάροικος, «δούλος τού δημοσίου» στην αρχαία Σπάρτη νεοελλ. οποιοσδήποτε δουλεύει πολύ σκληρά χωρίς να αμείβεται όσο πρέπει. [ΕΤΥΜΟΛ. Ιωνικός αττικός τύπος για την προέλευση τού οποίου έχουν… …   Dictionary of Greek

  • επάρουρος — ἐπάρουρος, ον (AM) 1. επίγειος 2. αυτός που εργάζεται στους αγρούς, δουλοπάροικος («βουλοίμην κ ἐπάρουρος ἐὼν θητευέμεν ἄλλῳ», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + άρουρα «χωράφι»] …   Dictionary of Greek

  • θης — θής, τός, ὁ και θηλ. θῆσσα, αττ. τ. θῆττα (Α) 1. εργάτης ή δουλοπάροικος που ήταν υποχρεωμένος να καλλιεργεί τους αγρούς τού κυρίου του και που διακρίνεται από τον δούλο 2. στον πληθ. οἱ θῆτες α) ακτήμονες, μισθωτοί εργάτες γης, που αποτελούσαν… …   Dictionary of Greek

  • οίκος — ο (ΑΜ οἶκος) 1. οικία, σπίτι (α. «έγινε κατ οίκον έρευνα» έγινε στο σπίτι κάποιου έρευνα από αστυνομικές αρχές β. «ἐγερθεὶς ἆρόν σου τὴν κλίνην καὶ ὕπαγε εἰς τὸν οἶκόν σου», ΚΔ) 2. γένος, γενιά, οικογένεια (α. «ο οίκος τών Κομνηνών» β.… …   Dictionary of Greek

  • προσπελάτης — ὁ, Α [πελάτης] εργάτης ή δουλοπάροικος, σε αντιδιαστολή προς τον δούλο, που ήταν υποχρεωμένος να καλλιεργεί τους αγρούς τού κυρίου του καρπούμενος ένα μέρος τής σοδειάς …   Dictionary of Greek

  • υποθητεύω — Α είμαι δούλος σε κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + θητεύω «δουλεύω, εργάζομαι με μισθό» (< θής, θητός «εργάτης, δουλοπάροικος»)] …   Dictionary of Greek

  • μουζίκος — ο (λ. ρωσ.) 1. Ρώσος χωρικός στην εποχή των τσάρων (πριν από την επανάσταση του 1917), δουλοπάροικος. 2. μτφ., άτομο που το εκμεταλλεύονται σε μεγάλο βαθμό, άξεστος, απολίτιστος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”